Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocatturàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [kattuˈrare] 1 κυριεύω 2 διαγουμίζω 3 σαγηνεύω και βαστώ το ενδιαφέρον 4 εκπορθώ 5 κατακτώ 6 τσακώνω 7 πιάνω 8 τσιμπώ 9 αιχμαλωτίζω 10 αρπάζω 11 γραπώνω 12 συλλαμβάνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |