Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocattùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [katˈtura] 1 εκπόρθηση 2 άλωση 3 κατάληψη εχθρικού πλοίου 4 κούρσος 5 σύλληψη 6 τσάκωμα 7 γράπωμα 8 πιάσιμο 9 αρπαγή 10 διαγούμισμα 11 αιχμαλώτιση 12 τσίμπημα permalink
Locuzioni, modi di dire, esempimandato [αρσ.] di cattura = το ένταλμα σύλληψης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |