ItalianoGreco


carrozzóne  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [karrotˈtsone]

1 αστυνομική κλούβα
2 περιπολικό αστυνομίας
3 γραφειοκρατικό δυσκίνητο τέρας
4 τροχόσπιτο
5 αυτοκίνητο μεταφοράς κρατουμένων
6 άμαξα ξυλείας
7 μεγάλη άμαξα
8 σκεπασμένο κάρο
9 σκευοφόρος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---