Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocarrozzerìa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [karrottseˈria] 1 εργασία επισκευής καρότσας 2 φαναρτζίδικο 3 επισκευή σώματος αυτοκινήτου 4 τρόπος σχεδίασης αμαξωμάτων στη μόδα 5 φαναρτζίδικο (αυτοκινήτων) 6 καροσερί 7 αμάξωμα 8 σώμα (καρότσα) αυτοκινήτου 9 καρότσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |