Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocarènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [kaˈrɛntsa] 1 έλλειμμα 2 γλισχρότητα 3 ανάγκη 4 στέρηση 5 έλλειψη 6 σπανιότητα 7 στενότητα 8 ανεπάρκεια 9 ανάγκη αποθεμάτων για ζωή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |