Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocarenatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [karenaˈtura] πρόσθεση πτερυγίου ή καρίνας ή μετατροπή σε αεροσκάφος ή σε πλοίο ή σε αυτοκίνητο για μείωση των τριβών (fairing) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |