Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocacìcco
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kaˈʧikko] όνομα των αρχηγών των Ινδιάνων Μεξικού και Λατινικής Αμερικής (που τους το έδωσαν οι Ισπανοί) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |