Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocachèt
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kaʃˈʃɛ] 1 κασέ ηθοποιού ή ποδοσφαιριστή 2 αμοιβή (κασέ) 3 κλείσιμο ξενοδοχείου 4 κλείσιμο θέσης ταξιδιού 5 υγρό ξεπλύματος χρώματος μαλλιών 6 γλυκό περιέχον φάρμακο 7 κάψουλα 8 χάπι για τον πονοκέφαλο 9 χαπάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |