Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobréccia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈbretʧa] 1 χαλίκι 2 βράχος με αιχμηρά κομμάτια 3 ρήγμα 4 άνοιγμα σε τοίχο από γκρέμισμα 5 σπασμένη πέτρα 6 σκύρα οδοποιίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |