Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobravùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [braˈvura] 1 επιδεξιότητα 2 εξυπνάδα 3 αναπτυγμένη ικανότητα ή κλίση 4 μουσικό κομμάτι δεξιοτεχνίας 5 φαντασμαγορικό θέαμα 6 γενναιότητα 7 ανδρεία 8 λαμπρό στυλ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |