Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobilanciàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [bilanˈʧare] 1 ισοσταθμίζω 2 εκτιμώ (κατάσταση) 3 ταλαντεύω 4 ζυγίζω 5 αντισταθμίζω 6 ισοσταθμίζω 7 ζυγίζω με το μυαλό 8 αντιζυγίζω 9 ισορροπώ 10 παλαντζάρω 11 εξισορροπώ 12 σταθμίζω bilanciàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [bilanˈʧarsi] 1 εξισορροπώ 2 αντισταθμίζομαι 3 ισοσταθμίζομαι 4 ισορροπώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |