Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobìlico
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈbiliko] 1 αιώρηση 2 σημείο στήριξης και περιστροφής 3 λεπτή ισορροπία 4 ασταθής ισορροπία 5 αβεβαιότητα 6 στροφέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |