Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobattitóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [battiˈtore] 1 ανιχνευτής 2 παίχτης με ράβδο 3 αυτός που φωνάζει σε πλειστηριασμό 4 εξερευνητής 5 αλωνιστής 6 αυτός που χτυπά 7 παίκτης με ράβδο στο κρίκετ 8 αυτός που κάνει σέρβις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |