Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobàva
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈbava] 1 γνάφαλο 2 υπολείμματα μαλλιών που δεν γνέθονται 3 υπολείμματα σε χυτό αντικείμενο που χρειάζονται λιμάρισμα 4 πνοή ανέμου 5 σάλιο 6 σάλια που τρέχουν 7 σταγόνα από σάλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |