Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoavviàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [avviˈato] 1 πετυχημένος 2 λειτουργών 3 κινούμενος 4 αποδοτικός 5 προσοδοφόρος 6 ακμάζων 7 εν κινήσει 8 εν πλω 9 υπό εκκίνηση 10 ευρισκόμενος εν κινήσει 11 σε πρόοδο 12 σε κίνηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |