ItalianoGreco


avvilìto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [avviˈlito]

1 απελπισμένος
2 απαρηγόρητος
3 αποθαρρυμένος
4 απόκαρδος
5 αηδιασμένος
6 απογοητευμένος
7 αποκαρδιωμένος
8 περιφρονημένος
9 καταφρονημένος
10 αγνοημένος
11 ταπεινωμένος
12 απονενοημένος
13 απαραμύθητος
14 άπελπις

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---