Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoargùzia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [arˈguttsja] 1 ευφυολόγημα 2 πνευματώδης λόγος 3 εξυπνάδα (κουβέντα ειρωνική) 4 οξυδέρκεια 5 έξυπνη παρατήρηση 6 ευφυής σκέψη 7 εύστοχη παρατήρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |