Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoanimatóre
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [animaˈtore] 1 ζωογόνος 2 ζωοδότης 3 κατασκευαστής καρτούν (κινουμένων σχεδίων) 4 εμψυχωτής 5 κάποιος που δίνει χαρά και ζωντάνια 6 αναζωογονητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |