Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoanimàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [aniˈmare] 1 εμπνέω 2 δίνω κίνηση 3 χαροποιώ 4 διεγείρω 5 εμφυσώ ζωή 6 γεμίζω με χαρά 7 αναζωογονώ 8 δραστηριοποιώ 9 ανατρέφω 10 δίνω ζωή και κίνηση 11 εμψυχώνω 12 ενθαρρύνω 13 εξάπτω 14 αναπτερώνω 15 παροτρύνω 16 ζωντανεύω 17 ξεσηκώνω 18 ζωογονώ 19 ερεθίζω 20 εγκαρδιώνω 21 εξεγείρω 22 ενεργοποιώ animàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [aniˈmarsi] 1 ξεσηκώνομαι 2 ζωηρεύω 3 εμψυχώνομαι 4 χαροποιούμαι 5 παίρνω κουράγιο 6 ενθαρρύνομαι 7 ζωντανεύω 8 εγκαρδιώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |