Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoamministratóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [amministraˈtore] 1 διευθυντής ζωολογικού κήπου 2 διευθυντής οργανισμού 3 μάνατζερ 4 ιθύνων νους 5 διευθυντής μουσείου 6 θεματοφύλακας 7 κυβερνήτης 8 διαχειριστής 9 διευθυντής 10 προὶστάμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |