Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoammissìbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ammisˈsibile] 1 αποδεκτός 2 δεκτός 3 επιτρεπτός 4 καλοδεχούμενος 5 που μπορεί να γίνει ή έγινε δεχτός 6 ομολογητός 7 ασπαστός 8 παραδεκτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |