Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoadunghiàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [adunˈgjare] 1 γρατσουνίζω με ή σαν με νύχια 2 αρπάζω με τα νύχια 3 σκάβω με ή σαν με τα νύχια 4 πιάνομαι απ'όπου βρω 5 τραβώ με ή σαν με τα νύχια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |