Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoadunàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [aduˈnare] 1 συσσωρεύω 2 αποταμιεύω 3 θησαυρίζω 4 συναντιέμαι 5 συνέρχομαι σε σώμα 6 συναθροίζομαι για κοινό σκοπό adunàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [aduˈnarsi] 1 συναθροίζομαι για κοινό σκοπό 2 συνέρχομαι σε συνέλευση 3 συναντιέμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |