Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoacciaccatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [atʧakkaˈtura] μουσικό ποίκιλμα (μικρή διάρκειας νότα που ακούγεται μαζί με την κύρια νότα ή τη συγχορδία και που σβήνει αμέσως) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |