Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoacciabattàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [atʧabatˈtare] κινούμαι σέρνοντας τα πόδια (με τις παντόφλες) acciabattàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [atʧabatˈtare] 1 κάνω τσαπατσούλικη δουλειά 2 μπαλώνω κάτι στα γρήγορα 3 κάνω κάτι βιαστικά ή πρόχειρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |