Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbozzolàrsi
verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [abbottsoˈlarsi] 1 κουλουριάζομαι 2 γίνομαι μια μπάλα 3 συσσωματώνομαι 4 υποκλίνομαι 5 σκύβω δουλικά 6 μένω μέσα στο σπίτι 7 γίνομαι αδέξιος και χαζός σε τρόπους 8 συνενώνομαι σε μια μάζα 9 σχηματίζω μπάλα 10 συσπειρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |