Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbòzzo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [abˈbɔttso] 1 σχεδιάγραμμα 2 σκιαγραφία 3 γενικό περίγραμμα 4 πρόχειρο μοντέλο 5 σκιαγράφημα 6 περίγραμμα 7 σκίτσο 8 σκαρίφημα 9 περιγραφή πολύ γενική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |