Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τιτανικός [agg.] τόγα [s. femm.]
τιτάνιος [agg.] τοιούτος [pron.]
τιτανόλιθος {τιτανολίθ... τοιουτοτρόπως [avv.]
τιτανομαχία {τιτανομαχ... τοιχίζω {τοίχισα} ...
τιτάνωση {-ης κ. -ώ... τοιχικός [agg.]
τιτιβίζω (τιτίβισα) τοιχίο [s. nt.]
τιτίβισμα [s. nt.] τοίχιση [s. femm.]
τιτλέζα [s. femm.] τοιχισμένος [agg.]
τίτλοι [s. masch. pl.] τοιχογραφία {τοιχογραφ...
τίτλος [s. masch.] τοιχογυρίζω {τοιχογύρι...
τιτλούχος [agg.] τοιχογύρισμα [s. nt.]
τιτλοφορούμαι [v. pass.] τοιχοδομή [s. femm.]
τιτλοφορώ {τιτλοφορε... τοιχοδομία [s. femm.]
Τίτος [s. masch.] τοιχοκόλληση {-ης κ. -ή...
τιτουλάριος {τιτουλαρί... τοιχοκολλώ {τοιχοκολλ...
τιτρώσκω {έτρωσα (μ... τοίχος [s. masch.]
Τιτσιάνο [s. masch.] τοίχωμα {τοιχώμ-ατ...
τμήμα {τμήμ-ατος... τοιχωματικός [agg.]
τμηματάρχης {(θηλ. τμη... τοκετός [s. masch.]
τμηματικά [avv.] τοκίζω {τόκισ-α, ...
τμηματικός [agg.] Τόκιο [s. nt.]
τμήση {-ης κ. -ε... τοκογλυφία [s. femm.]
τμητός [agg.] τοκογλυφικός [agg.]
το [art.] τοκογλύφος [s. masch. e femm.]
το [pron.] τοκομερίδιο {τοκομεριδ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: