Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoτο
articolo* il, lo το pronome ci|ò permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiμε το μάτι = a occhio e croce || το δίσεκτο έτος = anno αρσ. bisestile || πιάνω το νόημα = capire l'antifona || το ιπποδρόμιο = circo αρσ. equestre || συνδέυομαι με το Ίντερνετ = collegarsi a Internet || δεν έχω μούτρα να το δώ = mi vergogno || προς το παρόν = per il momento || κρατιέμαι από το χέρι = tenersi per mano Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |