Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


τμήμα
sostantivo neutro

1 μέρος parte
2 τομέας sezione (f)
3 υπουργείου dipartimento
4 αστυνομίας commissariato
5 νοσοκομείου reparto

permalink
continua sotto

<<  Τιτσιάνο τμηματάρχης  >>

Locuzioni, modi di dire, esempi


το μαϊευτικό τμήμα = reparto αρσ. maternità || το τμήμα ανάνηψης = reparto αρσ. rianimazione || το εκλογικό τμήμα = seggio αρσ. elettorale || το τμήμα άμεσης δράσης = squadra θηλ. mobile


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---