Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κινηματογραφόφιλος [agg.] κινούργιος [agg.]
κινηματογραφώ [-είς, -εί... κιντηνάρι [s. nt.]
κινηματοθέατρο {κινηματοθ... κιντηνάριον [s. nt.]
κίνηση {-ης κ. -ή... κιντυνεύγω [v. trans e intr.]
κινησιοθεραπεία {χωρ. πληθ... κιντυνεύω [v. trans e intr.]
κινησιοθεραπευτής [s. masch.] κίντυνο [s. nt.]
κινησιοθεραπεύτρια [s. femm.] κίντυνος [s. masch.]
κινησιολογία {χωρ. πληθ... κινώ {κινείς......
κινητήρας [s. masch.] κινώ {κινείς......
κινητήριος [agg.] κιόλα [avv.]
κινητική [s. femm.] κιόλας [avv.]
κινητικός [agg.] κίονας [s. masch.]
κινητικότητα {χωρ. πληθ... κιονίδα [s. femm.]
κινητό [s. nt.] κιόνιν [s. nt.]
κινητοποιημένος [agg.] κιονοειδής {κιονοειδ-...
κινητοποίηση {-ης κ. -ή... κιονόκρανο {κιονοκράν...
κινητοποιώ {κινητοποι... κιονοστοιχία {κιονοστοι...
κινητός [agg.] κιόσκι {δύσχρ. κι...
κίνητρο {κινήτρ-ου... κιοτεύω {κιότεψα} ...
κινίνη [s. femm.] κιοτής {κιοτήδες}
κινίνο [s. nt.] κιούγκι {χωρ. γεν....
κιννάβαρι {κινναβάρε... κιούπι {κιουπ-ιού...
κινόνη [s. femm.] κιουρί [s. nt.]
κινούμαι [v. pass.] κιούρτος [s. masch.]
κινούμενος [agg.] κιοφτές [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: