Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κι [cong.] κιθάρα {δύσχρ. κι...
κι' ούτε [cong.] κιθαρίστας [s. masch.]
κιαλάρω {κιάλ-αρα ... κιθαριστής {κιθαριστρ...
κιάλι {κιαλ-ιού ... κιθαρίστρια {κιθαριστρ...
κιάλια [s. nt. pl.] κικιρίκου [int.]
κιαμιά [pron.] κιλίμι {κιλιμ-ιού...
κιαμπόσος [pron.] κιλλίβαντας {κιλλιβάντ...
κι απέ [avv.] κιλό [s. nt.]
κιαχαγιάς [s. masch.] κιλοβάτ [s. nt.]
κιβδηλεία {χωρ. πληθ... κιλοβατώρα {δύσχρ. κι...
κιβδηλεύω [v. trans.] κιλόν [s. nt.]
κιβδηλοποιός [s. masch.] κιλότα {κιλοτών}
κίβδηλος [agg.] κιλοτάκι [s. nt.]
κιβεντίζω [v.] κιμάς {κιμάδες} ...
κιβούρι {κιβουρ-ιο... κιμονό [s. nt.]
κιβώτιο {κιβωτί-ου... κιμπάρισσα {χωρ. γεν....
κιβωτός η|ο κιμπούτς [s. nt.]
κιγγλώνω [v.] κιμωλία {κιμωλιών}
κιγκαλερία {χωρ. πληθ... Κίνα [s. femm.]
κιγκλίδα [s. femm.] κίναιδος [s. masch.]
κιγκλίδωμα {κιγκλιδώμ... κιναισθησία {χωρ. πληθ...
κιγκλιδωμένος [agg.] κιναισθητικός [agg.]
κιγκλιδώνω (κιγκλίδωσ... κινάλι [s. nt.]
κιγχονίνη [s. femm.] κινδυνεύω {κινδύνεψα...
κίδυνος [s. masch.] κινδυνεύω {κινδύνεψα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: