Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κέραμος {κεράμ-ου ... κερατώδης [agg.]
κεραμωτός [agg.] κεράτωμα [s. nt.]
κέρας {κέρ-ατος ... κερατωμένος [agg.]
κεράς {κεράδες} κερατώνω {κεράτω-σα...
κερασής [agg.] κεραυνοβολημένος [agg.]
κεράσι {κερασ-ιού... κεραυνοβόλος -α/-ος -ο
κερασιά [s. femm.] κεραυνοβολώ {κεραυνοβο...
κεράσιν [s. nt.] κεραυνόπληκτος [agg.]
κέρασμα {κεράσμ-ατ... κεραυνός [s. masch.]
κερασμένος [agg.] κεραυνωμένος [agg.]
κερασφόρος -ος/-α -ο κέρβερος [s. masch.]
κερατάς {κερατάδες... κερδαίνω [v.]
κερατένιος [agg.] κερδεύω [v.]
κερατίνη {χωρ. πληθ... κερδίζω {κέρδ-ισα,...
κερατινοποίηση [s. femm.] κερδίζω {κέρδ-ισα,...
κερατινοποιώ [v.] κερδίζων [agg.]
κεράτινος [agg.] κερδισμένος [agg.]
κερατίτιδα {-ας κ. -ί... κερδομανής {κερδομαν-...
κέρατο {κεράτ-ου ... κέρδος {κέρδ-ους ...
κερατοειδής {κερατοειδ... κερδοσκοπία [s. femm.]
κερατοειδοπλαστική [s. femm.] κερδοσκοπικά [avv.]
κερατόζη [s. femm.] κερδοσκοπικός [agg.]
κεράτσα [s. femm.] κερδοσκόπος [s. masch. e femm.]
κερατσία [s. femm.] κερδοσκοπώ {κερδοσκοπ...
κεράτσιν [s. nt.] κερδοφορία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: