Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκέρατο
sostantivo neutro 1 corno [m] τα κέρατα του ρινόκερου → i corni del rinoceronte | τα κέρατα του ταύρoυ → le corna del toro 2 (fig) persona [f] bisbetica, scorbutica του/της βάζει κέρατα → gli/le mette le corna permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |