Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κατηγορητήριο {κατηγορητ... κατηχητής {κατηχητρι...
κατηγορητικός [agg.] κατηχητικό [s. nt.]
κατηγορία {κατηγοριώ... κατηχητικός [agg.]
κατηγορίες [sost femm. pl.] κατηχήτρια {κατηχητρι...
κατηγορικός [agg.] κατηχούμενη η γεν. κατ...
κατήγορος {κατηγόρ-ο... κατηχούμενος {κατηχουμέ...
κατηγορουμένη [s. femm.] κατηχώ {κατηχείς....
κατηγορούμενο {κατηγορου... κάτι [pron.]
κατηγορούμενος {κατηγορου... κατιμάς {κατιμάδες...
κατηγορώ {κατηγορεί... κάτινας [pron.]
κατηγορών [agg.] κατιόν {κατιόντ-ο...
κατηλισκάρης [s. masch.] κατιούσα [s. femm.]
κατήντησις [s. femm.] κάτιργον [s. nt.]
κατηρούμαι [v. pass.] κατιστορίζω [v.]
κατής {κατήδες} κάτισχνος [agg.]
κατήφεια {χωρ. πληθ... κατίσχυση {-ης κ. -ύ...
κατηφής {κατηφούς ... κατισχύω {κατίσχυσα...
κατηφόρα {χωρ. γεν.... κατιτί [pron.]
κατηφοριά [s. femm.] κατιφές {κατιφέδες...
κατηφορίζω {κατηφόρισ... κατιών {κατι-όντο...
κατηφορίζω {κατηφόρισ... κατοβοδώνω [v.]
κατηφορικός [agg.] κατοικημένος [agg.]
κατηφόρισμα [s. nt.] κατοίκηση {-ης κ. -ή...
κατήφορος [s. masch.] κατοικήσιμος [agg.]
κατήχηση {-ης κ. -ή... κατοικητήριον [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: