Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κατηγορώ  
verbo transitivo

1 accusare, incolpare με κατηγόρησε ότι πρόδωσα τo μυστικό του mi ha accusato di aver tradito il suo segreto | με κατηγορούν για υπερβολική επιείκεια mi accusano di eccessiva indulgenza
2 diritto accusare τον κατηγορούν για φόνο lo accusano di omicidio

permalink
continua sotto

<<  κατηγορούμενος κατηγορών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---