Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καν [cong.] κανατάς [s. masch.]
καν [avv.] κανάτι [s. nt.]
καναβάτσο [s. nt.] κάνει {έκανα κ. ...
κανάγιας {χωρ. γεν.... κανείς [pron.]
Καναδάς [nome pr. masch.] κανέλα [s. femm.]
Καναδέζα [s. femm.] κανελής [agg.]
καναδέζικος [agg.] κανελόνια [s. nt. pl.]
Καναδέζος [s. masch.] κανένα [pron.]
Καναδή [s. femm.] κανένας [pron.]
καναδικός [agg.] κανθαρίδα [s. femm.]
Καναδός [s. masch.] κανθαριδίνη {χωρ. πληθ...
κανακάρης {κανακάρηδ... κανιβαλικός [agg.]
κανάκεμα [s. nt.] κανιβαλισμός [s. masch.]
κανακεμένος [agg.] κανίβαλος {κανιβάλ-ο...
κανακεύω {κανάκε-ψα... κανίς [s. nt.]
κανακίζω (κανάκισα) κανίσκι {κανισκ-ιο...
κανακισμένος [agg.] κανίστρι [s. nt.]
κανάλι {καναλ-ιού... κάνιστρο {κανίστρ-ο...
καναπεδάκι {χωρ. γεν.... κανκάν [s. nt.]
καναπές {καναπέδες... κανναβάτσο {χωρ. πληθ...
καναπές [s. nt.] καννάβι {κανναβιού...
κανάρι [s. nt.] καννάβινος [agg.]
καναρίνι {καναριν-ι... κανναβίς {καννάβεως...
κάνας [pron. indef.] κανναβόσκοινα [s. femm.]
κανάτα [s. femm.] κανναβόσκοινο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: