Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κάλτσα {καλτσών} κάλυψη {-ης κ. -ύ...
κάλτσες [sost femm. pl.] κάλφας {καλφάδες}
καλτσοδέτα {καλτσοδετ... καλφόπουλο [s. nt.]
καλτσόν [s. nt.] καλώ {καλείς......
καλύβα {καλυβών} καλώδιο {καλωδί-ου...
καλυβάκι [s. nt.] καλωδιώνω {καλωδίω-σ...
καλυβόσπιτο [s. nt.] καλωδίωση {-ης κ. -ώ...
κάλυκας {καλύκων} καλωπίζω [v.]
κάλυμμα {καλύμμ-ατ... κάλως {τού κάλω,...
καλυμμαύκι [s. nt.] καλωσορίζω {καλωσόρισ...
καλυμμένος [agg.] καλωσόρισμα [s. nt.]
Καλύμνια [s. femm.] καμάκι {καμακ-ιού...
Καֽλύμνιος [s. masch.] καμακίζω (καμάκ-ισα...
κάλυξ [s. masch.] καμακισμένος [agg.]
καλυπτήριος [agg.] καμακιστής [s. masch.]
καλύπτομαι [v. pass.] καμακωμένος [agg.]
καλύπτρα {καλύπτρων... καμακώνω {καμάκω-σα...
καλυπτρίδα [s. femm.] καμάρα {καμάρων}
καλύπτω {κάλυ-ψα, ... κάμαρα {καμάρων}
καλύτερα [avv.] κάμαρη [s. femm.]
καλυτέρευση [s. femm.] καμάρι [s. nt.]
καλυτερεύω {καλυτέρεψ... καμαριέρα {χωρ. γεν....
καλυτερεύω {καλυτέρεψ... καμαριέρης [s. masch.]
καλύτερος [agg.] καμαρίλα {χωρ. πληθ...
καλύτερος [agg.] καμαρίνι {καμαριν-ι...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: