Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ζητιάνα [s. femm.] ζιζανιοκτόνος [agg.]
ζητιάνεμα [s. nt.] ζικ–ζακ [avv.]
ζητιανεύω {ζητιάνεψα... Ζικχοί [s. masch. pl.]
ζητιανεύω {ζητιάνεψα... ζιλέ [s. nt.]
ζητιανιά {χωρ. γεν.... ζίλουρα [s. femm.]
ζητιάνοι [s. masch. pl.] ζινεράλης [s. masch.]
ζητιάνος [s. masch.] ζινζίβεριν [s. nt.]
ζήτουλας {χωρ. γεν.... ζιντζίβερ [s. nt.]
ζητούμενο {ζητουμέν-... ζιντιλόμος [s. masch.]
ζητούμενος [agg.] ζιπ–κιλότ {άκλ.}
ζήτω [s. nt.] ζιπούνι [s. nt.]
ζήτω! [int.] ζιρκόνιο {ζιρκονίου...
ζητώ {ζητ-είς κ... ζιτζίβερ [s. nt.]
ζητωκραυγάζω {ζητωκραύγ... ζιτζίβερι [s. nt.]
ζητωκραυγή [s. femm.] ζιτζίβερις [s. femm.]
ζιβελίνα [s. femm.] ζιω [s. femm.]
ζιγανεύω [v. trans.] ζογκλέρ [s. masch.]
ζιγκ–ζαγκ [s. nt.] ζόρι {χωρ. γεν....
ζιγκ–ζαγκ [avv.] ζορίζομαι [v. pass.]
ζιγκζαγκωτός [agg.] ζορίζω {ζόρισ-α, ...
ζιγκολό [s. masch.] ζόρικα [avv.]
ζιζάνειον [s. nt.] ζόρικος [agg.]
ζιζάνια [s. nt. pl.] ζοριλίκι {χωρ. γεν....
ζιζάνιο {ζιζανί-ου... ζόρισμα [s. nt.]
ζιζανιοκτόνο [s. nt.] ζορισμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: