Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εφελκύω {εφείλκυσα... εφευρίσκω {εφεύρα (λ...
εφεξής [agg.] εφήβαιο {εφηβαί-ου...
εφεξής [avv.] εφηβεία {χωρ. πληθ...
έφεση {-ης κ. -έ... έφηβη [s. femm.]
εφεσιβάλλεται [v. imp.] εφηβικός [agg.]
εφεσιβάλλω {εφεσίβ-αλ... Έφηβοι [s. masch. pl.]
εφεσιβάλλων [agg.] έφηβος [agg.]
εφέσιμος [agg.] έφηβος [s. masch. e femm.]
εφετείο [s. nt.] εφήμερα [avv.]
εφετζίδικος [agg.] εφημερεύω {εφημέρευσ...
εφέτης {(θηλ. εφέ... εφημερία [s. femm.]
εφέτος [avv.] εφημερίδα [s. femm.]
εφεύρεμαν [s. nt.] εφημεριδοπώλης {εφημεριδο...
εφεύρεση {-ης κ. -έ... εφημεριδοπώλισσα [s. femm.]
εφευρέτης {εφευρετών... εφημεριδούλα [s. femm.]
εφευρετής [s. masch.] εφημέριος [s. masch.]
εφευρετικός [agg.] εφήμερος [agg.]
εφευρετικότατος [agg.] εφήμη [s. femm.]
εφευρετικότερος [agg.] εφησυχάζω {εφησύχασ-...
εφευρετικότητα [s. femm.] εφησυχασμός [s. masch.]
εφευρετικώτατος [agg.] εφιάλτης {εφιαλτών}
εφευρετικώτερος [agg.] εφιαλτικός [agg.]
εφευρέτρια {εφευ-ρετρ... εφιδρώνω [v. intr.]
εφεύρημα {εφευρήμ-α... εφίδρωση {-ης κ. -ώ...
εφευρίσκομαι αόρ. εφεύρ... εφιδρωτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: