Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεφευρετικός
aggettivo inventivo εφευρετικός νους → mente inventiva εφευρετικότατος aggettivo superlativo di εφευρετικός εφευρετικότερος aggettivo comparativo di εφευρετικός εφευρετικώτερος aggettivo comparativo di εφευρετικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |