Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


εφευρετικός  
aggettivo

inventivo εφευρετικός νους mente inventiva

εφευρετικότατος
aggettivo

superlativo di εφευρετικός

εφευρετικότερος
aggettivo

comparativo di εφευρετικός

εφευρετικώτερος
aggettivo

comparativo di εφευρετικός

permalink
continua sotto

<<  εφευρετής εφευρετικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---