Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιεικέστατος [agg.] επιθετικότητα {χωρ. πληθ...
επιεικέστερος [agg.] επιθετικώτατος [agg.]
επιεικής {επιεικ-ού... επιθετικώτερος [agg.]
επίζηλος [agg.] επίθετο {επιθέτ-ου...
επιζήμιος [agg.] επιθέτω αόρ. επέθε...
επιζήσας [s. masch.] επιθεώρηση {-ης κ. -ή...
επιζητείται [v. imp.] επιθεωρησιακός [agg.]
επιζήτηση [s. femm.] επιθεωρητής [s. masch.]
επιζήτητος [agg.] επιθεωρήτρια [s. femm.]
επιζητώ {επιζητείς... επιθεωρούμαι [v. pass.]
επιζώ {επιζείς..... επιθεωρώ {επιθεωρεί...
επιζών {επιζ-ώντο... επιθηλιακός [agg.]
επίζωον [s. nt.] επιθήλιο {επιθηλί-ο...
επιζωοτία {χωρ. πληθ... επίθημα {επιθήμ-ατ...
επιζωοτικός [agg.] επιθυμητικός [agg.]
επιθαλαμικός [agg.] επιθυμητός [agg.]
επιθαλάμιο {επιθαλαμ-... επιθυμία {επιθυμιών...
επιθάλαμος [s. masch.] επιθυμώ {επιθυμείς...
επιθαλάσσιος [agg.] επιθυμών [agg.]
επιθανάτιος [agg.] επίκαιρα [s. nt. pl.]
επίθεμα {επιθέμ-ατ... επίκαιρος [agg.]
επίθεση [-εις] επικαιρότατος [agg.]
επιθετικός [agg.] επικαιρότερος [agg.]
επιθετικότατος [agg.] επικαιρότητα {χωρ. πληθ...
επιθετικότερος [agg.] επικαλούμαι {επικαλείσ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: