Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεπίκαιρος
aggettivo 1 (του παρόντος) attuale επίκαιρα θέματα → argomenti attuali 2 strategico επίκαιρες θέσεις → posizioni strategiche 3 (στην κατάλληλη στιγμή) opportuno 4 (καίριος) cruciale επικαιρότατος aggettivo superlativo di επίκαιρος επικαιρότερος aggettivo comparativo di επίκαιρος permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |