Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεπιθετικός
aggettivo 1 di offesa, offensivo επιθετικά όπλα → armi offensive 2 aggressivo επιθετική πολιτική → politica aggressiva | ένα επιθετικό αγόρι → un ragazzo aggressivo 3 linguistica aggettivale επιθετικότατος aggettivo superlativo di επιθετικός επιθετικότερος aggettivo comparativo di επιθετικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |