Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξώθηση [s. femm.] εξωραΐζομαι [v. pass.]
εξωθούμαι [v. pass.] εξωραΐζω {εξωράισ-α...
εξώθυρα {δύσχρ. εξ... εξωραϊσμός [s. masch.]
εξωθώ {εξωθείς..... έξωση {-ης κ. -ώ...
εξωκάρπιο [s. nt.] εξωσκελετός [s. masch.]
εξωκοινοβουλευτικός [agg.] εξώστης {εξωστών}
εξωκομματικός [agg.] εξωστρέφεια {χωρ. πληθ...
εξωκρινής {εξωκριν-ο... εξωστρεφής [agg.]
εξωλέμβιος [agg.] εξωσυζυγικός [agg.]
εξώλης [agg.] εξωσυμβατικός [agg.]
εξωλογικός [agg.] εξώσφαιρα η (χωρίς π...
εξωμήτριος [agg.] εξωσχολικός [agg.]
έξωμος [agg.] εξωσωματικός [agg.]
εξωμότης {εξωμοτών} εξώτατος [agg.]
εξωμότισσα {εξωμοτισσ... εξωτερικά [avv.]
εξωμότρια [s. femm.] εξωτερικά [s. nt.]
εξωνημένος [agg.] εξωτερικεύομαι [v. pass.]
εξώνομαι [v. pass.] εξωτερίκευση {-ης κ. -ε...
εξωπέπτω [v. trans.] εξωτερικεύω {εξωτερίκε...
εξωπέτακτος [agg.] εξωτερικό [s. nt.]
εξωπλασματικός [agg.] εξωτερικός [agg.]
εξώπορτα {χωρ. γεν.... εξώτερος [agg.]
εξωπραγματικός [agg.] εξωτικός [agg.]
εξώπροικος [agg.] εξωτισμός [s. masch.]
εξωπυρηνικός [agg.] εξωτοξίνη [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: