Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεξωτερικός
aggettivo 1 esterno, esteriore εξωτερική εμφάνιση → aspetto esteriore | εξωτερικός παράγοντας → fattore esterno | εξωτερικός κίνδυνος → pericolo esterno 2 (ξένος) estero εξωτερική πoλιτική → politica estera figurato poco profondo, superficiale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |