Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ενστικτώδης [agg.] εντατήρας [s. masch.]
ενστικτωδώς [avv.] εντατικά [avv.]
ένστολος [agg.] εντατικός [agg.]
ενσυνείδητα [avv.] εντατικότατος [agg.]
ενσυνείδητος [agg.] εντατικότερος [agg.]
ένσφαιρος [agg.] εντατικότητα [s. femm.]
ενσφηνώνομαι [v. pass.] εντατικώτατος [agg.]
ενσφηνώνω (ενσφήνωσα... εντατικώτερος [agg.]
ενσφήνωση [s. femm.] ενταύθα [avv.]
ενσωματωμένος [agg.] ενταφιάζομαι [v. pass.]
ενσωματώνομαι [v. pass.] ενταφιάζω (ενταφί-ασ...
ενσωματώνω (ενσωμάτ-ω... ενταφίαση [s. femm.]
ενσωμάτωση [-εις] ενταφιασμός [s. masch.]
ένταλμα [s. nt.] εντείνομαι πρτ. και α...
ενταμώνω [v. trans.] εντείνω {ενέτεινα,...
εντάξει [agg.] εντείνων [agg.]
εντάξει [avv.] έντεκα [agg. num. card.]
εντάξει! [int.] εντεκάχρονος [agg.]
εντάξει? [int.] έντελβαϊς, εντελβάις [s. nt.]
ένταξη {-ης κ. -ά... εντέλει [avv.]
εντάρα [s. femm.] εντέλεια {χωρ. πληθ...
ένταση {-ης κ. -ά... εντελέχεια {χωρ. πληθ...
έντασις [s. femm.] εντελής {εντελ-ούς...
εντάσσομαι αόρ. ενέτα... εντελιμπροστέλινα [s. femm.]
εντάσσω {ενέτα-ξα,... εντελιπροστέλινα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: