Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεντατικός
aggettivo intenso, intensivo, accelerato εντατικός ρυθμός → ritmo intenso | εντατικά μαθήματα → corso intensivo εντατικότατος aggettivo superlativo di εντατικός εντατικότερος aggettivo comparativo di εντατικός εντατικώτερος aggettivo comparativo di εντατικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |