Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εντάξει [agg.] εντείνων [agg.]
εντάξει [avv.] έντεκα [agg. num. card.]
εντάξει! [int.] εντεκάχρονος [agg.]
εντάξει? [int.] έντελβαϊς, εντελβάις [s. nt.]
ένταξη {-ης κ. -ά... εντέλει [avv.]
εντάρα [s. femm.] εντέλεια {χωρ. πληθ...
ένταση {-ης κ. -ά... εντελέχεια {χωρ. πληθ...
έντασις [s. femm.] εντελής {εντελ-ούς...
εντάσσομαι αόρ. ενέτα... εντελιμπροστέλινα [s. femm.]
εντάσσω {ενέτα-ξα,... εντελιπροστέλινα [s. femm.]
εντατήρας [s. masch.] εντέλλομαι (μόνο στον...
εντατικά [avv.] εντελώς [avv.]
εντατικός [agg.] έντερα [s. nt. pl.]
εντατικότατος [agg.] εντερικά [s. nt. pl.]
εντατικότερος [agg.] εντερικός [agg.]
εντατικότητα [s. femm.] εντερίτιδα {χωρ. πληθ...
εντατικώτατος [agg.] εντεριώνη {χωρ. πληθ...
εντατικώτερος [agg.] εντεριώνιος [agg.]
ενταύθα [avv.] έντερο {εντέρ-ου ...
ενταφιάζομαι [v. pass.] εντεροβακτήριο {εντεροβακ...
ενταφιάζω (ενταφί-ασ... εντεροκινάση {χωρ. πληθ...
ενταφίαση [s. femm.] εντεροκοίλη [s. femm.]
ενταφιασμός [s. masch.] εντεροκολίτιδα [s. femm.]
εντείνομαι πρτ. και α... εντεροκτομή [s. femm.]
εντείνω {ενέτεινα,... έντερον [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: