Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εννεακόσιοι [s. masch. pl.] ενοικιαστήριο {ενοικιαστ...
εννεασύλλαβος [agg.] ενοικιαστής [s. masch.]
εννιά [agg. num. card.] ενοικιάστρια {ενοικιαστ...
εννιακόσια [s. nt.] ενοίκιο {ενοικί-ου...
εννιακοσιοστός [agg.] ενοικιοστάσιο {ενοικιοστ...
εννιάμερα {χωρ. γεν.... ένοικος {ενοίκ-ου ...
εννιάχρονος [agg.] ενοικώ [-είς, -εί...
εννοειται [v. imp.] ένοπλος [agg.]
εννοημένος [agg.] ενοποιημένος [agg.]
έννοια {2} {-ας κ. (λ... ενοποίηση {-ης κ. -ή...
έννοια {1} {-ας κ. (λ... ενοποιητικός [agg.]
εννοιανός [agg.] ενοποιός [agg.]
εννοιολογικός [agg.] ενοποιούμαι [v. pass.]
έννομος [agg.] ενοποιώ {ενοποιείς...
εννοούμαι [v. pass.] ενόραση {-ης κ. -ά...
εννοσσιεύω [v. trans.] ενόρασις [s. femm.]
έννους {έννου | χ... ενορατικά [avv.]
εννοώ {εννοείς..... ενορατικός [agg.]
ενοίκι [s. nt.] ενόργανος [agg.]
ενοικιάζεται [v. imp.] ενορία {ενοριών}
ενοικιάζομαι [v. pass.] ενοριακός [agg.]
ενοικιάζω {ενοικίασ-... ενορίτης [s. masch.]
ενοικίαση [-εις] ενορίτις [s. femm.]
ενοικιάσιμος [agg.] ενορίτισσα {ενοριτισσ...
ενοικιαστές [s. masch. pl.] ένορκοι [s. masch. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: